Συγγραφέας: Γιώργης Κάβουρας
Πρόλογος Μανώλης Γλέζος
Η προ κατοχική Αθήνα
Ο πόλεμος
Η αντίσταση
Οι μάχες με τους Γερμανούς στην Πελοπόννησο
Η τρομοκρατία
Η συμμετοχή στο Β’ Αντάρτικο
Οι διωγμοί
Οι φυλακίσεις
Τα βασανιστήρια
Η εξορία
1942
«Ακου, Γιώργη», μου είπε. «Αυτοί που είδες είναι Εγγλέζοι, φεύγουν για τη Μέση Ανατολή… Ξέρεις ότι είμαι από τη Μεσσηνία κι εσύ από την Αρκαδία. Εκεί έχει γεννηθεί η ελευθερία. Εκεί φούντωσε το ’21… Πριν λίγο καιρό, λίγους μήνες, μαζεύτηκαν πατριώτες που δεν αντέχουν τον καταχτητή κι έφτιαξαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ. Είμαστε πολλοί. Στο λαό έχει μεγάλη απήχηση…»
Είχα τρελαθεί μ’ αυτά που άκουγα… Ένιωθα ότι ζούσα ιστορικές στιγμές.
1944
Ανεβήκαμε προς το βουνό. Είχαμε απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης με τους Γερμανούς. Σ ένα ύψωμα σταματήσαμε. Λίγα λόγια από τον λοχαγό Αντωνιάδη και μετά έγινε η μοιρασιά των όπλων.
Εγώ δεν άφηνα με τίποτα από τον ώμο μου το Μάουζερ. Τα υπόλοιπα όπλα τα απόθεσα. Ο λοχαγός το κατάλαβε. «Άφησε το», μου είπε, «μαζί με τα άλλα. Σημάδεψε το και θα σε φωνάξω να το πάρεις».
Κάθισα δίπλα στο Μάουζερ και δεν το άφηνα από τα μάτια μου.
1949
Ο Κίμωνας είχε τη διαίσθηση ότι εγώ είχα περισσότερες πιθανότητες να επιζήσω.
«Γιώργη, σε ξέρω… Φυλάξου… Να εμπιστεύεσαι μόνο τους δικούς σου… Εσύ δεν έκανες κάτι για να πληρώσεις…
Έχω την έγκριση από τον μέραρχο Γκιουζέλη να φύγεις…
Γιώργη, αν γλιτώσεις, θέλω να μη με ξεχάσεις…»
Παρέδωσα στον συναγωνιστή Πανούση το πιστόλι με τις έξι σφαίρες όπως μου το είχε δώσει όταν πρωτοπήγα στην αρχή.
Έβλεπε και αυτός το τέλος του αγώνα μας αλλά δεν έχανε το χιούμορ του. «Γιώργη, σε έχω χρεωμένο ένα καλό σπίτι για να κοιμηθώ κι εγώ ένα βράδυ σαν άνθρωπος». Ξεμάκραινα και γύρισα να του ρίξω μια τελευταία ματιά. Ήταν ακίνητος και με παρακολουθούσε μ εκείνο το αετίσιο βλέμμα του που όλο τον καιρό μας πρόσεχε όλους.
«Γιώργη, μη με ξεχάσεις», μου φώναξε. Ακόμα ακούω τη φωνή του.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Εκδόσεις Αλφειός
Τιμή: €20.00