«Μωρή, δεν ακούς; Πού ‘ναι η μάνα σου;» Τώρα σίγουρα έπρεπε να κοιτάξω και γρήγορα μάλιστα. Αριστερά μπροστά μου, πάνω στα βράχια και στην ταράτσα του σπιτιού μας… Ήτανε κει. Τρεις τέσσερις, περισσότεροι… Δε θυμάμαι τώρα πια. Ανάμεσά τους κι ένας που νομίζω ότι είχε ξύλινο πόδι, γιατί κούτσαινε, τόνε λέγανε Παυλίτινα και ήτανε συγγενής της μάνας μου. Αυτοί οι άνθρωποι εκείνη τη στιγμή δεν είχανε όνομα για μένα. Ήτανε απλώς οι «Χίτες». Κι ο Παυλίτινας που, όταν ερχότανε άλλες φορές στο σπίτι μας, μάλλον θα μ’ έπαιρνε αγκαλιά, τώρα για μένα κι αυτός ήτανε Χίτης. Δε θυμάμαι αν σηκώθηκα να περπατήσω ή μπήκα στο σπίτι μπουσουλώντας..
Ο τίτλος του βιβλίου είναι μια φράση αποτυπωμένη στο μυαλό ενός παιδιού, ενός μωρού τρεισήμισι ετών που ένα παγωμένο πρωί του 1946, είδε όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα να πέφτουν νεκρά από χέρι ταγματασφαλιτών. ”Πού ‘ναι η μάνα σου μωρή” φώναζε και ξαναφώναζε ο άνθρωπος που κράδαζε τ’όπλο του σε ένα παιδί που μεγάλωσε απότομα σε λίγες στιγμές. Έμεινε στην αγκαλιά της νεκρής μάνας του να αποζητά γάλα, γάλα που είχε αντικατσταθεί από ”κόκκινο νερό” όπως εκείνο το θυμάται.
Ενός μωρού που ως ”σπέρμα Εαμοβούλγαρων” θεωρήθηκε κόκκινο πανί από τα πρώτα του χρόνια. Οι χίτες φοβόντουσαν ένα κόκκινο μωρό! Δε θα κλάψω έλεγε η μικρή Δήμητρα στον εαυτό της, δε θα τους κάνω τη χάρη να κλάψω.
Ένα συγκλονιστικό βιβλίο που επανεκδόθηκε αρκετές φορές (σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή) έφτασε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα σε πωλήσεις και μεταφράστηκε σε αραβικά και τούρκικα. Προκαλεί μεγάλη συγκίνηση, ενώ η χειμαρρώδης αφήγηση σου κόβει την ανάσα. Η Δήμητρα Πέτρουλα δεν έγραψε απλά λογοτεχνία, ξεκλείδωσε την ψυχή της κι έβγαλε στο χαρτί το ξέσπασμα, το παράπονο, το κλάμα που αναγκάστηκε σ’ όλη την τραυματική παιδική της ηλικία να το κρατάει κρυφό από φόβο αλλά και από πείσμα, γιατί δεν ήθελε οι διώκτες της να την δουν να λυγίζει.
Το κείμενο έχει τη συναισθηματική φόρτιση της προσωπικής μαρτυρίας, αλλά και τη βαρύτητα του ιστορικού ντοκουμέντου, αφού όλα τα γεγονότα και τα πρόσωπα που μνημονεύονται είναι υπαρκτά, ενώ ο κατάλογος των 42 νεκρών μελών της οικογένειας Πέτρουλα στο τέλος του βιβλίου δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης των όσων η συγγραφέας περιγράφει. Εκείνο όμως που εκπλήσσει θετικά τον αναγνώστη είναι ότι, μέσα απ’ όλο αυτό το αίμα και τα βάσανα, η οπτική του βιβλίου είναι τελικά θετική και αισιόδοξη: δεν υπάρχει μίσος, ούτε διάθεση εκδίκησης, μόνο ανάγκη για δικαίωση της μνήμης των νεκρών και ελπίδα ότι κανένα παιδί στο μέλλον δεν θ’ αναγκαστεί να βιώσει την ίδια φρίκη. Ίσως γιατί η Δήμητρα Πέτρουλα κράτησε για πάντα στο μυαλό της τα λόγια του πατέρα της: ”δεν θέλουν σκότωμα οι άνθρωποι, θέλουνε φτιάξιμο”.
…Το βιβλίο μου πίστευα πως ήθελα να το γράψω για πολλούς λόγους: Σαν μνημόσυνο για τους σκοτωμένους μου, σαν σιωπηλό μοιρολόι, σαν κλάμα που στάλαζε γραμμή από την ψυχή μου, σαν ξέσπασμα στο παράπονο γιατί αναγκάστηκα να περάσω τόσο φοβερά παιδικά χρόνια και να ζήσω τρέχοντας κι όχι αργά και φυσιολογικά. Να ξεριζωθώ και να ζω σε ξένη χώρα φιλόξενη αλλά μακρινή κι αλλόφυλη. Σαν παράκληση στους ανθρώπους της προόδου, ώστε να κάνουν το παν για να μην έρχονται ποτέ και πουθενά τέτοια φοβερά χρόνια. Σαν γέλιο πικρό και ειρωνικό στους θύτες, όταν και όποτε προσπαθούνε και αποτολμούνε να βγούνε θύματα.
Τελικά, πίστεψα πως είχα υποχρέωση να το γράψω σαν ελάχιστη ανταπόδοση στην πολύτιμη και συνάμα βαριά κληρονομιά που μου αφήσανε οι σκοτωμένοι μου γονείς και τ’ αδέρφια μου. Τη ζωή τους τη χαρίσανε όπου εκείνοι πιστεύανε πως έπρεπε. Αδιαφιλονίκητο δικαίωμά τους. Σε μένα όμως, είτε το ‘θελα είτε όχι, αφήσανε το σκοτωμό τους. Έτσι αποφάσισα να γράψω ρωτώντας κι όλους όσους δεχτήκανε και δέχονται την ίδια με μένα κληρονομιά, όπου κι αν βρίσκονται, είτε στην πατρίδα μου είτε στη Χιλή είτε στη Νικαράγουα είτε στο Λίβανο είτε στην Αφρική, ή όπου αλλού. Τι θα την κάνουμε αυτή μας τη βαριά κληρονομιά; Μέτρο να μετράμε το μίσος, αίμα να ποτίζουμε την εκδίκηση, ή μαχητή ακούραστο και φύλακα ακοίμητο της Ειρήνης;
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Τιμή: €15.00