Αντάρτης κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην Πελοπόννησο

14.00

Το βιβλίο αυτό είναι η δεύτερη έκδοση του οδοιπορικού που εξέδωσε, αρχικά μόνος του, ο Θανάσης Σβώλος πριν από 30 χρόνια. Ο συγγραφέας εξιστορεί την περιπέτειά του ως νεαρός, 20χρονος αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού στα βουνά της Πελοποννήσου από τις αρχές του 1948 έως τη λήξη του εμφυλίου.

1 σε απόθεμα

Περιγραφή

“. . . Με το παρόν οδοιπορικό μου θα αναφερθώ, με κάθε λεπτομέρεια, στα όσα είδα, πώς έζησα και τι έπαθα μετά στην απελευθέρωση. Σ αν παράνομος, σαν αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού, σαν αιχμάλωτος, σαν φυλακισμένος και λίγο παραπέρα. Κι όλα γιατί ο πατέρας μου με τον αδερφό του τον Μπαρμπαγιώργη και κάμποσους ακόμα πρωταγωνίστησαν, μέσα στο χωριό μου, στην οργάνωση του ΕΑΜ.

“. . . Όταν νύχτωνε έφευγα, απομακρυνόμενος από το χωριό. Λίγο αργότερα ξαναγύριζα από άλλο δρόμο. Η θεια-Θανάσαινα άφηνε ανοιχτή την αυλόπορτα και έπεφτε για ύπνο, αφού μου έστρωνε πρώτα στη διπλανή της καμαρούλα, κάτω στο πάτωμα. Άνοιγα προσεκτικά την αυλόπορτα, έμπαινα και την αμπάρωνα πίσω μου με το κοντομοίρι. Το σκυλί της είχε γίνει φίλος μου και με υποδέχετο. Ανέβαινα σιγά-σιγά τη σκάλα και έμπαινα μέσα στο σπίτι. Στην καμαρούλα. Ψαχτά, μέσα στο σκοτάδι, έβρισκα το στρωσίδι.

“. . . Πέρασα απέναντι και, αφού φόρεσα τα παπούτσια μου, κάθισα δίπλα του. Ο Μιχάλης εκεί μου είπε: “Αφού βλέπεις τακτικά να βγαίνουν τα αποσπάσματα να σε πιάσουν, δεν γλιτώνεις. Σίγουρα θα σε σκοτώσουν. Αν σε πιάσουν ζωντανό, τόσο το χειρότερο. Να ξαναβγείς στο βουνό. Εκεί θα ‘σαι πιο σίγουρος”.

Αυτά και τον ακολούθησα. Και πάλι η μάνα μου δεν ήξερε τίποτα. Τέσσερις-πέντε ώρες πορεία και φτάσαμε στο Μαίναλο. Στο λημέρι ΑΣΚΙ. Εκεί που είχαν λημεριάσει κι άλλοι πολλοί αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Είχαν φτιάσει καλύβες από ελατόκλαρα. Κάθε ομάδα την καλύβα της, κάθε καλύβα τη φωτιά της…”

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)