Περιγραφή
Πρέπει να σας πω πως ζούσα την ατυχία μου: Ετούτο το μίζερο οπισθοδρομικό νησί κάπως είχε καταφέρει να τη βγάλει καθαρή από τα κοσμογονικά γεγονότα του ’68, κι εγώ ένιωθα πως κάπου κάπως κάποιοι μου την είχανε φέρει κανονικά. Αποζητούσα σκληροπυρηνική δράση και την αποζητούσα απεγνωσμένα. Δε λέω, καλές ήταν οι διαδηλώσεις, να πέφτουν τίποτα φάπες και τα γνωστά. Αλλά αυτό που έψαχνα εγώ ήταν τεράστια μπάχαλα, λεηλασίες, φωτιές, οδοφράγματα, ολόκληρο το επαναστατικό πακέτο, κομπλέ και με φιόγκο από πάνω.
Αυτό που πίστευα εκείνη την εποχή για την πολυσυζητημένη “πρωτοπορία”, τους φοιτητές, ήταν πως είναι ένα μάτσο μαλακισμένα που φοβούνται τις κατώτερες τάξεις εκατό φορές περισσότερο απ’ όσο φοβούνται το κράτος. Όσο για τη συντηρητική εργατική τάξη, τα ίδια σκατά κι αυτοί. Μες την ανυπομονησία μου, οι εργάτες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, φάνταζαν σαν τεράστια ρατσιστικά καθίκια που δεν κάνουν άλλη δουλειά απ’ το να χύνουν τα σάλια τους στις μπότες του επιστάτη.
Όπως καταλάβαινα τα πράγματα, αυτοί οι μαλάκες ούτε μπορούσαν, ούτε και είχαν καμιά διάθεση να τα βάλουν με τον καπιταλισμό για να “εκπληρώσουν τον ιστορικό τους ρόλο”. Είχα εναποθέσει τις ελπίδες μου στην άγρια νεολαία, στους περιθωριοποιημένους, στην αντικουλτούρα, στους εκμεταλλευόμενους μαύρους, μαζί με καθένα ή καθεμία ομάδα που ασφυκτιά μέσα στον κομφορμισμό, την εκμετάλλευση και τη γενική αλαζονεία εκείνων που κυβερνούν τις ζωές τους. Άμα είσαι 17, όλα πιθανά σου φαίνονται.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Συγγραφέας Μάρτιν Λουξ