Γιαγια Φιλιω η Μικρασιατισσα

15.00

Η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα, γεννήθηκε το 1899 στα Βουρλά της Μικράς Ασίας , μια κωμόπολη μόλις λίγα χιλιόμετρα από την Σμύρνη. Το 1922, με το διωγμό, έχασε αδέλφια και πατέρα. Πήγε προσφυγοπούλα στην Ελλάδα. Στο βιβλίο της περιγράφει τα όσα έζησε.

Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας

Περιγραφή

Η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα, γεννήθηκε το 1899 στα Βουρλά της Μικράς Ασίας , μια κωμόπολη μόλις λίγα χιλιόμετρα από την Σμύρνη. Το 1922, με το διωγμό, έχασε αδέλφια και πατέρα. Πήγε προσφυγοπούλα στην Ελλάδα. Στο βιβλίο της περιγράφει τα όσα έζησε.

Όπως λέει η ίδια, μετά από προτροπή πολλών φίλων που τόσα χρόνια με άκουγαν σε συνεντεύξεις που έδινα, σκέφτηκα ότι μπορώ να συγκεντρώσω όλες τις αναμνήσεις μου σε ένα βιβλίο, ώστε να μπορούν οι νεότεροι να μάθουν την ιστορία, τις παραδόσεις και τον πολιτισμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.

Πέθανε στην Αθήνα το 2007. Στον πρόλογο αυτής της νέας έκδοσης (2016) οι δισέγγονες της σημειώνουν μεταξύ άλλων: Το κέλυφος της μνήμης δεν πρέπει να διαρραγεί διότι μόνο έτσι μπορούμε να επανερχόμαστε στα σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης φύσης προκειμένου να τα αποφύγουμε στο μέλλον διαλέγοντας άλλο δρόμο. Η Φιλιώ κατάφερε να δημιουργήσει αυτήν ακριβώς την καθοριστική ρωγμή ώστε να περάσει μια ακτίνα φωτός και να φωτίσει μια σημαντική πτυχή των γεγονότων, μιας και ήταν αυτόπτης μάρτυρας των μεγάλων ιστορικών γεγονότων του περασμένου αιώνα. Ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της είναι ότι παρόλο που κοίταξε κατάματα την πιο φρικτή πλευρά του ανθρώπου, δεν έχασε την πίστη της σε αυτόν. Συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι το τέλος της ζωής της χωρίς μίσος και προκαταλήψεις.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Την ώρα που ανέβαινα τη σκάλα για να επιβιβαστώ στο πλοίο, ρίχνω μια ματιά πίσω μου, στα Βούρλα, την πατρίδα μου. Την εικόνα αυτή, την τελευταία εικόνα της αγαπημένης μου πατρίδας, την κουβαλάω μέσα μου μέχρι σήμερα και θα την κουβαλάω μέχρι να πεθάνω.

Καπνοί, φωνές, ρημαγμένο τοπίο, σκηνές κόλασης καίνε τα μάτια μου, και τ’ αφτιά μου ακόμα βουίζουν απ’ τις σπαρακτικές κραυγές που γεμίζουν το δειλινό. Οι ακτίνες του ήλιου που δύει πέφτουν πάνω σ’ αυτόν τον κρανίου τόπο, που μέχρι τότε ήταν η αγαπημένη και όμορφη γη μου. Τόση αγάπη, τόσα γέλια, τόση ευτυχία που έζησα μέχρι τότε στα αγαπημένα μου Βούρλα, χάθηκαν για πάντα. Δεν θα ξαναδώ τον τόπο μου, αλλά δεν θα τον ξεχάσω ποτέ!

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)